Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΙΣΡΑΗΛ

"ΑΝΤΙΒΑΡΟ" ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΠΙΡΡΟΗ;..


Του Άριστου Αριστοτέλους


Βουλευτή του ΑΚΕΛ – Αριστερά – Νέες Δυνάμεις

Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου στην Αθήνα λίγες μέρες μετά την κάθοδο Παπανδρέου στο Τελ Αβίβ, εν μέσω γεωπολιτικών τάσεων σε συνάρτηση με την αναδυόμενη Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη, καθώς και τη χειροτέρευση των σχέσεων της με το Ισραήλ, οδηγεί σε διάφορους συλλογισμούς για τις στοχεύσεις των δύο χωρών. Η άποψη όμως περί δημιουργίας «άξονα» ή γεωστρατηγικού αντίβαρου απέναντι στην Τουρκία είναι υπερβολική.

Για τους Ισραηλινούς κάποια συμφέροντα τους την περίοδο αυτή έναντι της Τουρκίας συμπίπτουν με ελληνικά, επιτρέποντας μια τέτοια συνεργασία να προωθηθεί. Βέβαια μέχρι τελευταίως για το Ισραήλ η ισλαμική Τουρκία ήταν στρατηγικός σύμμαχος κι ένας τίμιο μεσολαβητή στο Μεσανατολικό, δεδομένων και των σχέσεων της με Άραβες και Παλαιστινίους. Ωστόσο, η αρνητική τροπή στις σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας και οι αναπτυσσόμενες σχέσεις της με το Ιράν άρχισαν να αποτελούν πηγή προβληματισμού για τους Ισραηλίτες στην περιοχή.

Η επίσκεψη Νεατανιάχου στην Αθήνα μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια διεξόδου για το Ισραήλ από την κατάσταση αυτή και αξιοποίησης κοινών ανησυχιών για διαμόρφωση στρατηγικών έναντι της Τουρκία. Κοινός στόχος η δημιουργία στρατηγικού αντίβαρου για έλεγχο της αναπτυσσόμενη επιρροή της τουρκικής πλευράς, πιστεύοντας έτσι ότι επιτυγχάνεται, από τη μια, κάποια αποδυνάμωση της, το οποίο ενδιαφέρει την Ελλάδα και, από την άλλη, μετατόπιση των ενεργειών της εκτός Μέσης Ανατολής, που αφορά το Ισραήλ

Η σχέση αυτή όντως ενδιαφέρει την ελληνική εξωτερική πολιτική απέναντι σε μια αυξανόμενη σε σημασία Τουρκία. Εξ ου και κατά την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα του προτάθηκε αμοιβαία μείωση εξοπλισμών, πράγμα ιδιαίτερα επιθυμητό για τη Ελλάδα εν όψει και της οικονομικής κρίσης. Όχι όμως και για την Τουρκία που θέλει να διατηρεί ευνοϊκό για την ίδια συσχετισμό δυνάμεων με την Ελλάδα ώστε απερίσπαστα να επιδίδεται στη διεύρυνση της επιρροής της στον Καύκασο και στη Μέση Ανατολή. Γι αυτό και η ανάπτυξη σχέσεων της Αθήνας με το Ισραήλ θα μπορούσε να εκληφθεί ότι εκπέμπει μήνυμα προς την Άγκυρα ότι δεν μπορεί να έχει τόση αυτοπεποίθηση όση νομίζει και ότι η Ελλάδα έχει και άλλες επιλογές όταν χρειαστεί.

Βέβαια τα δεδομένα μπορεί να επιτρέπουν σήμερα στην Ελλάδα και το Ισραήλ την ανάπτυξη τέτοιων σχέσεων. Όμως όσον αφορά την προοπτική και την αποτελεσματικότητας τους δεν μπορεί κανείς να υπερβάλλει. Πρώτο, γιατί οι σχέσεις της Αθήνα με την Άγκυρα δεν έχουν την ίδια ένταση που είχαν μέχρι τη δεκαετία του 1990 αρχές του 2000, παρόλο που οι διαφορές στο Αιγαίο και το Κυπριακό συνεχίζουν να αποτελούν σημείο τριβής και πιθανής κρίσης. Δεύτερο, η παραδοσιακά φιλοαραβική και φιλοπαλαιστινιακή στάση της Ελλάδας καθιστά μια «συμμαχία» με το «επιθετικό» Ισραήλ πολύ λεπτή υπόθεση όχι μόνο για τις εξωτερικές υποθέσεις της χώρας αλλά και για την εσωτερική της πολιτική. Τρίτο, η γεωγραφική της θέση και το στρατιωτικό εκτόπισμα της χώρας δεν μπορούν να αποτελέσουν για του Αμερικανούς και του Ισραηλινούς, υποκατάστατο της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή – πλην της κάποιας βαρύτητας που θα μπορούσε να έχει ως χώρα μέλος της Ε.Ε και των καλών σχέσεων της στην περιοχή.

Συμπερασματικά, σημειώνονται τα εξής: Η χειροτέρευση των σχέσεων της Άγκυρας - Ισραήλ μπορεί να έχει κάποιες αρνητικές επιδράσεις για την Τουρκία σε θέματα όπως το Κουρδικό ή την προμήθεια ισραηλινού οπλισμού. Η σύναψη στρατηγικών σχέσεων Ελλάδας - Ισραήλ μπορεί να είναι κίνηση αντιπερισπασμού που δεν μπορεί η Άγκυρα να αγνοήσεις παντελώς. Όμως με βάση τα δεδομένα που αναφέρθηκαν πιο πάνω, το αντίβαρο αυτό, πάρα την κάποια χρησιμότητα του, δεν μπορεί να είναι, ούτε ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια των Ελλήνων, αλλά ούτε και σοβαρός μοχλός μετατόπιση του ενδιαφέροντος της Τουρκίας και της δραστηριότητας της στο Αιγαίο από τη Μέση Ανατολή, που προφανώς είναι επιθυμία του Ισραήλ.





18.08.2010













Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ 2010


Συμπεράσματα - Διαπιστώσεις


ΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΔΕΔΟΜΕΝΑ


ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ 2000 -2010


Ανάλυση Άριστου Αριστοτέλους


Από το 2002 που οι Τούρκοι προέβησαν σε ουσιαστική και άνευ προηγουμένου αύξηση των δυνάμεων τους , οι στρατιωτικές δυνάμεις των αντιπάλων πλευρών στον κυπριακό χώρο – Εθνική Φρουρά, ΕΛΔΥΚ, Τουρκικά Στρατεύματα και Τουρκοκυπριακές Στρατιωτικές Δυνάμεις – βασικά παραμένουν αριθμητικά αμετάβλητες μέχρι σήμερα. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, ωστόσο, οι τουρκικές δυνάμεις στα κατεχόμενα αντικαθιστούσαν, επιδιόρθωναν ή ανανέωναν κατά διαστήματα μέρος του εξοπλισμού τους. Η τουρκική πλευρά διατηρεί σε υψηλά επίπεδα ικανοτήτων τα στρατεύματα της στην Κύπρο. Είναι σε θέση στρατιωτικά να αποκλείσει από θάλασσα και αέρα την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία υστερεί σημαντικά σ’ αυτούς τους τομείς. Η Τουρκία έχει δυνατότητα πλήρους αεροπορικής και ναυτικής κάλυψης, υποστήριξης και ταχείας ενίσχυσης των δυνάμεων της στο νησίαπό βάσεις και εγκαταστάσεις στο έδαφός της.


Με την κατοχή του βορείου τμήματος του νησιού και το στρατιωτικό δυναμικό που διαθέτει, καθώς και με τις αεροπορικές και ναυτικές της δυνάμεις, η Τουρκία δύναται να έχει σχεδόν πλήρη στρατηγικό έλεγχο επί της Κύπρου. Επίσης, ένεκα του εκτοπίσματός της, της εγγύτητας της και των σχέσεων της, δύναται να ασκήσει διάφορου βαθμού επιρροή σε οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Σ’ αυτό το ρόλο βέβαια που η Άγκυρα επιδιώκει να διαδραματίσει δεν μπορεί να αγνοήσει πιθανόν ανταγωνισμό με δυνάμεις όπως το Ιράν και η Αίγυπτος.


Η προγραμματισμένη ενίσχυση του στόλου της Τουρκίας με φρεγάτες και υποβρύχια στα επόμενα χρόνια όπως και με μεταγωγικά αεροσκάφη θα ενισχύσει περαιτέρω την εμβέλεια δράσης και την αποτελεσματικότητα των δυνάμεων της στην περιοχή και πέραν από αυτή. Ο κομβικός της ρόλος όσον αφορά τη διέλευση των αγωγών πετρελαίου προσθέτουν ερείσματα στη στρατηγική σημασία της χώρας αυτής και στις σχέσεις της στην Καυκασία, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Η Τουρκία, όμως, στις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες, πρέπει να είναι πολύ προσεχτική για να μην προκαλεί τη ρωσική αρκούδα - ένα άλλο πανίσχυρο παίχτη με ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή.


Η Τουρκία είκοσι χρόνια μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου άρχισε να αποκτά αυτοπεποίθηση, αλλά και να ανεξαρτητοποιείται από τις ΗΠΑ και ακολουθεί μια πιο αυτόνομη εξωτερική πολιτική - αναβιώνοντας μνήμες και συμπεριφορές παράλληλες του οθωμανικού της παρελθόντος. Η Άγκυρα ήδη λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της στρατηγικής αυτής και προβλέπεται ότι έως το 2025 θα είναι μια πολύ σημαντική οικονομική και στρατιωτική δύναμη στο παγκόσμιο και ιδιαίτερα στο περιφερειακό σκηνικό.


Υπό το πρίσμα των δεδομένων αυτών κι ενώσω το Κυπριακό παραμένει άλυτο, η σκιά της παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο, όπως και αυτής των εποίκων καθίσταται ολοένα και πιο βαρετή. Η διχοτόμηση βαθαίνει και η διαπραγματευτική θέση της Άγκυρα γίνεται πιο ισχυρή, με αρνητικές συνέπειες για την ελληνοκυπριακή πλευρά σε διάφορους ζωτικούς τομείς που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση, περιλαμβανομένου και του τομέα της ασφάλειας.


Από την άλλη ο κατακερματισμός του εσωτερικού μετώπου των Ελληνοκυπρίων, η ασυμφωνία σε κοινούς στόχους στο Κυπριακό μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και η διατύπωση ακραίων θέσεων δεν βοηθά την Κυπριακή Δημοκρατία, ούτε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά ούτε στο διεθνές πεδίο. Δεν βοηθά την Κύπρο πολλές φορές ούτε στον ίδιο το χώρο της Ε.Ε., που παρέμεινε ως ο πιο σημαντικός ίσως διεθνής μοχλός της Λευκωσίας στις προσπάθειες άσκησης πίεσης στην Άγκυρα για επίλυση του προβλήματος και αντιμετώπισης των τουρκικών προκλήσεων στο διπλωματικό πεδίο.


Σαφώς η Κυπριακή Δημοκρατία, συνεχίζει να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση στρατιωτικά σε σχέση με τις κατοχικές δυνάμεις. Η στενή λωρίδα εδάφους που έχει να υπερασπισθεί η Ε.Φ., η απουσία άμυνας σε βάθος, οι αδυναμίες στον αεροπορικό και αντιαεροπορικό τομέα έναντι μιας πολύ ισχυρής αεροπορίας της τουρκικής πλευράς, που διαθέτει σύγχρονα πολεμικά μέσα, καθώς και οι πολύ ισχνές ναυτικές ικανότητες της Δημοκρατίας σε σχέση με τις τουρκικές άφηναν ανέκαθεν το νησί ιδιαίτερα ευάλωτο στους τομείς αυτούς. Η υπό εξέλιξη αναδιοργάνωση ωστόσο θα καταστήσει την Ε.Φ. μια πιο ευέλικτη και αποτελεσματική δύναμη να αντιμετωπίσει διάφορες μορφές κρίσεις, προκλήσεις και απειλές στο νησί αλλά και να ανταποκρίνεται στις διεθνείς της υποχρεώσεις σε σχέση με τη συμμετοχή της Κύπρου ως ισότιμο μέλος της Ε.Ε.


Στον τομέα του στρατιωτικού ανθρώπινου δυναμικού, στον κυπριακό χώρο, η Κυπριακή Δημοκρατίας μειονεκτεί με αναλογίες 3,1 Τούρκους στρατιώτες για κάθε Εθνοφρουρό. Ωστόσο υπολογίζοντας το αριθμητικό δυναμικό της Εφεδρείας, τα δεδομένα διαφοροποιούνται αισθητά και μετατρέπονται σε ένα Τούρκο για κάθε δύο Εθνοφρουρούς. Όμως το ανθρώπινο δυναμικό της τουρκικής πλευράς δεν περιορίζεται στους 36.000 στρατιώτες της επί κυπριακού εδάφους αλλά και στις ενισχύσεις που θα έχει από δυνάμεις τους στην Τουρκία.


Από την άλλη, η απόσταση της Κύπρου από την Ελλάδα αλλά και η ανυπαρξία αποτελεσματικών λύσεων πλήρωσης του κενού στον τομέα της αεροπορίας και του ναυτικού, συνεχίζουν να αποτελούν την πάγια αδυναμία της ελληνικής πλευράς έναντι της Τουρκίας για αποτελεσματική και αξιόπιστη κάλυψη, υποστήριξη και ενίσχυση της άμυνας του νησιού. Οι ναυτικές εγκαταστάσεις στο Μαρί και οι αεροπορικές στην Πάφο και αλλού συμβάλλουν κατά κάπως στην ενίσχυση της κυπριακής άμυνας σ’ αυτούς τους τομείς αλλά ένεκα γεωγραφίας και αδυναμίας εξασφάλισης αποτελεσματικών μέσων προστασίας τους (π.χ. S-300) παραμένουν εκτεθειμένοι σε οποιασδήποτε επιδρομής.


Η Ελλάδα, ακολουθούμενη από την Τουρκία ήταν κατά το 2009 ανάμεσα στις πρώτες χώρες σε εισαγωγή οπλισμού παγκοσμίως, παρά την οικονομική κρίση. Όμως κάτω από τα αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα του 2010, τουλάχιστον η ελληνική πλευρά, περικόπτει κονδύλια από τον προϋπολογισμό για την άμυνα. Υπό τις περιστάσεις ενδεχόμενα να είναι δύσκολα να αποφύγει κάποια κάμψη στη μαχητική ικανότητα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και στο εύρος της αποτρεπτικής τους ισχύς και της δυνατότητας προέκτασης της στην Κύπρο.


Στην πλευρά της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι αυστηρές απαιτήσεις σύγκλησης με τους δείκτες του Μάαστριχτ, της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της υιοθέτησης του ευρώ, κατέστησαν την άμυνα, τομέα εξοικονόμησης πόρων, συμβάλλοντας ταυτόχρονα σε επιβράδυνση στο ρυθμό εισαγωγής οπλισμού. Σ’ αυτό συνέβαλε και η επιδεινούμενη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων. Παρά ταύτα η Κύπρος προχωρεί στην αντικατάσταση μέρους των αρμάτων της – μιας ατυχέστατης αγοράς προηγούμενων χρόνων - που περιέπεσαν σχεδόν σε αχρηστία, καθώς και σε αγορά σημαντικού αριθμών οχημάτων όπως και ελικοπτέρων για έρευνα και διάσωση.


Ως εκ των ανωτέρω, οι αμυντικές δαπάνες στην Κυπριακή Δημοκρατία παραμένουν σταθερά στο 2.1% - 2.3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τα τελευταία χρόνια. Παρόλο που ως ποσοστό οι δαπάνες αυτές είναι χαμηλότερες από ό,τι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ωστόσο είναι κάπως πιο ψηλές ως ποσοστό από το μέσο όρο αμυντικών δαπανών στο χώρο της Ε.Ε., ο οποίος ανέρχεται στο 1.9%.


ΒΡΕΤΑΝΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΥΝΦΙΚΥΠ


Το στρατιωτικό τοπίο στην Κύπρο συμπληρώνουν οι δυνάμεις των βρετανικών βάσεων και της ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Για τη Βρετανία η Κύπρος με τις εγκαταστάσεις και τις βάσεις που διατηρούν στο έδαφός της συνεχίζει να αποτελεί παγκοσμίως έναν εξαιρετικής σημασίας κόμβο στρατηγικών επικοινωνιών. Αποτελούν σημαντικό ορμητήριο και χώρο ανεφοδιασμού και στάθμευσης των δυνάμεων της. Γι αυτό παρά τις φοβερές οικονομικές πιέσεις στις οποίες υπόκεινται το Λονδίνο εντούτοις δεν προτίθεται να τις εγκαταλείψει αν και περαιτέρω εξοικονόμηση είναι πιθανή. Όσον αφορά την ΟΥΝΦΙΚΥΠ τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει ολοένα και πιο ισχυρές πιέσεις για απομάκρυνση της από την Κύπρο ή για περαιτέρω μείωση του δυναμικού της δεδομένης της ανυπαρξίας λύσης στο Κυπριακό και την ανάγκη εκχώρησης δυνάμεων σε άλλες αποστολές. Ωστόσο, μια τέτοια ενέργεια θα εμπεριείχε και κινδύνους δημιουργίας κρίσης ή επεισοδίων κατά μήκος της γραμμής κατάπαυσης του πυρός που δεν μπορεί ο ΟΗΕ να αγνοήσει.


Στρατηγικό έλεγχος επί της Κύπρου


Βασικά η στρατηγική αξία σχεδόν ολόκληρου του κυπριακού χώρου βρίσκεται νόμιμα στα χέρια της Βρετανίας μέσω της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης από το 1960. Ένα άλλο μέρος βρίσκεται παράνομα στα χέρια της Τουρκίας από το 1974 με την εισβολή και κατοχή. Στον υπόλοιπο χώρο, που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία, οι ΗΠΑ επωφελούνται σημαντικών στρατηγικών και άλλων διευκολύνσεων και δικαιωμάτων που τους παραχωρήθηκαν μετά από μυστική συμφωνία με τη Λευκωσία το 2002


Άλλες διαπιστώσεις


Τα αριθμητικά δεδομένα στο στρατιωτικό τομέα στις αντίπαλες πλευρές στην Κύπρο μεταξύ 2002 βασικά παραμένουν αμετάβλητα. Σήμερα η κατάσταση έχει ως ακολούθως: Οι δυνάμεις τη Εθνικής Φρουράς ανέρχονται στις 12.000 και μαζί με τις δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ φθάνουν γύρω στις 13.000 περίπου. Από την άλλη, το ανθρώπινο στρατιωτικό δυναμικό των κατοχικών στρατευμάτων στην Κύπρο για την ίδια περίοδο παραμένει σταθερά γύρω στις 36.000 και μαζί με τους 5.000 Τουρκοκύπριους ενόπλους αριθμεί περίπου 41.000. Δηλαδή για κάθε Εθνοφρουρό αναλογούν 3,1 Τούρκοι στρατιώτες. Όσον αφορά τη διάρκεια της θητείας στην Τουρκία αυτή ανέρχεται στους 15 μήνες, στην Ελλάδα είναι μέχρι τους 12 μήνες και στην Κύπρο 24 μήνες. Τα άρματα μάχης στην Εθνική Φρουρά ανέρχονται στα 179 και εκείνα των κατοχικών στρατευμάτων συνεχίζουν να ανέρχονται στα 449 (441Μ-48Α5Τ12 και 8 Μ-48 Α2 εκπαιδευτικά) σε σύγκριση με 300 που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Δηλαδή για κάθε άρμα μάχης της Εθνικής Φρουράς αναλογούν σήμερα 3 τουρκικά. Αν υπολογιστούν και τα 61 άρματα της ΕΛΔΥΚ η αναλογία μειώνεται σε ένα άρμα της Ε.Φ. για κάθε 2,09 τουρκικό. Ο αριθμός των Τεθωρακισμένων Οχημάτων Μεταφοράς Προσωπικού (ΤΟΜΠ) στην Εθνική Φρουρά ανέρχεται στα 402 και των κατοχικών δυνάμεων, παραμένει στα 627. Από αυτά τα 361 είναι τουρκικής κατασκευής τύπου ΑΑΡC και τα 266 αμερικανικής τύπου Μ-133


Τουρκικές επιδιώξεις


Με τη διατήρηση ισχυρών στρατιωτικών ικανοτήτων στην Κύπρο και την αδιαμφισβήτητη αεροπορική και ναυτική υπεροχή, η Τουρκία επιδιώκει:


Τη συνεχή διασφάλιση του στρατηγικού ελέγχου της επί του κυπριακού χώρου, καθώς και της μεγάλης διαπραγματευτικής της ισχύς στο Κυπριακό και την αποτελεσματική στήριξη της εξωτερικής και αμυντικής της πολιτικής στο πρόβλημα αυτό.


Την υπογράμμιση της αποφασιστικότητας της για διαιώνιση και νομιμοποίηση της στρατιωτικής της παρουσίας και του στρατηγικού ελέγχου της στο νησί.


Τη διατήρηση του ελέγχου της επί του καθεστώτος των κατεχομένων και των δραστηριοτήτων των Τουρκοκυπρίων, ιδιαίτερα σε θέματα που ενδεχόμενα να επηρεάζουν τις στρατηγικές επιδιώξεις της Άγκυρας στο νησί.


Τη διατήρηση της ικανότητας να επηρεάζει εξελίξεις στις ελεύθερες περιοχές και να εκβιάζει την ελληνοκυπριακή πλευρά και να δημιουργεί αμφισβητήσεις για την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας στη ξηρά και στο θαλάσσιο και εναέριο χώρο της Κύπρου.


Ο έλεγχος του κυπριακού χώρου από την Τουρκία, δεδομένου και του διευρυμένου ή ηγετικού ρόλου που επιδιώκει να διαδραματίσει στη γύρω περιοχή, αποτελεί εν δυνάμει στρατηγικό εφαλτήριο που έστω και συγκαλυμμένα ενδεχόμενα να μην αντισταθεί στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει.



Πηγές: Τα στοιχεία προέρχονται από ανοικτές και έγκυρες πηγές, προσβάσιμες στο κοινό και περιλαμβάνουν το Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών Λονδίνου, το SIPRI, το NATO, τον ΟΑΣΕ, το Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών της Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλα.