Η ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΕΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
ΕΡΟΓΛΟΥ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Του Δρα Άριστου Αριστοτέλους
Βουλευτή Λεμεσού
ΑΚΕΛ – Αριστερά – Νέες Δυνάμεις
Οι δηλώσεις Ντερβίς Έρογλου μετά την εκλογή του, δημιουργούν εκ πρώτης όψεως την εντύπωση αποδοχής των παραμέτρων μέσα στις οποίες διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών (Η.Ε) και προσαρμογής των απόψεών του στη γραμμή που δημόσια διακηρύττει η Άγκυρα ότι ακολουθεί. Θα μπορούσε έτσι, γνωρίζοντας τις πάγιες θέσεις που εκπροσωπεί - που είναι πιο ακραίες στην έκφρασή τους και από εκείνες της κυβέρνησης της Τουρκίας - να θεωρηθεί ότι όντας στην εξουσία, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης πιθανόν να έχει υποχρεωθεί να συμβιβαστεί με τα δεδομένα και τις πραγματικότητες στην άσκηση της πολιτικής. Η πραγματικότητα όμως είναι μάλλον διαφορετική.
Παρά τις εύηχες τοποθετήσεις του για τις συνομιλίες και την αφοσίωση του στη λύση του Κυπριακού, ωστόσο μέρος των δηλώσεων του, όσο γενικές και να προβάλλουν, υποκρύπτουν πάγιες ακραίες θέσεις του στο Κυπριακό, τις οποίες είναι υποχρεωμένος τώρα για σκοπούς εντυπώσεων, τουλάχιστον δημοσίως κάπως να υποβαθμίζει και να γενικολογεί όταν αναφέρεται σε αυτές. Οι διαφαινόμενες προθέσεις του όμως όσον αφορά τη στρατηγική που θα ακολουθήσει στο θέμα των συνομιλιών και κατεπέκταση στο Κυπριακό, συνοψίζονται μέσα στις εξής δηλώσεις: «Φυσικά και είμαι δεσμευμένος στις παραμέτρους των Η.Ε.» και «θα συνεχίσω το διάλογο από εκεί που έμεινε ο Ταλάτ», λέει επιδεικνύοντας έτσι την καλή του θέληση, από τη μια. Από την άλλη, όμως, υπογραμμίζει ότι «πρέπει να συμπληρώσουμε το περιεχόμενο αυτής της παραμέτρου με βάση τα συμφέροντα της Τ.Δ.Β.Κ. και της Τουρκίας».
Το ερώτημα βέβαια είναι, τι εννοεί ο Έρογλου με τον όρο «περιεχόμενο» αυτής της παραμέτρου του ΟΗΕ; Πώς και με ποια «συμφέροντα» της λεγόμενης Τ.Δ.Β.Κ. και της Τουρκίας θέλει να το «συμπληρώσει»; Όταν μιλά για τον όρο «παράμετρος» προφανώς αναφέρεται στο πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγονται οι συνομιλίες στο Κυπριακό, όπως είναι τα ψηφίσματα των Η.Ε. και οι συμφωνίες κορυφής. Με τον όρο «περιεχόμενο» φαίνεται να εννοεί το είδος της λύσης και τη βάση πάνω στην οποία διεξάγονται οι συνομιλίες, ήτοι τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, τη μία διεθνή προσωπικότητα, τη μία ιθαγένεια και τη μία κυριαρχία. Πρόκειται για θέματα για τα οποία ο Έρογλου πριν τις εκλογές δήλωνε ότι είχε διαμετρικά αντίθετη άποψη από τον Ταλάτ, τον οποίο κατηγορούσε ότι ενέδωσε στον Χριστόφια. Επίσης στο περιουσιακό και στο θέμα της διακυβέρνησης είχε ακραίες τοποθετήσεις όπως και για τους εποίκους και για τις εγγυήσεις της Άγκυρας. Όπως και στα προηγούμενα θέματα ισχυριζόταν ότι η «υποχωρητική» στάση του Ταλάτ και οι παραχωρήσεις του στην ελληνοκυπριακή πλευρά δεν εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα του παράνομου καθεστώτος στη βόρεια Κύπρο και της Τουρκίας. Συνεπώς χρειάζεται, σύμφωνα με τον Έρογλου, μια πιο απαιτητική προσέγγιση και διεκδικητική στάση στο Κυπριακό, όπως εξάλλου αφήνει να εννοηθεί μέσω πρόσφατης συνέντευξής του στη «Σαμπάχ».
Αυτές βέβαια είναι προσεγγίσεις και θέσεις που γνωρίζει ότι αν τεθούν κατά κόρον στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα τινάξουν τις συνομιλίες στον αέρα. Έτσι, παρά τις έντονες διαφωνίες που έχει ο Έρογλου στα πιο πάνω θέματα, ωστόσο αντιλαμβάνεται ότι θα βρεθεί σε μετωπική σύγκρουση με τα Η.Ε. αν με την εκλογή του τα καταγγείλει δημοσίως, γιατί θα πλήξει άμεσα την ίδια τη βάση του διαλόγου στο Κυπριακό. Ταυτόχρονα γνωρίζει ότι αυτή η αδιάλλακτη συμπεριφορά δεν εξυπηρετεί την Άγκυρα στις διεθνείς της σχέσεις και την πορεία της προς τη Ευρώπη. Συνεπώς, αντί να δηλώνει απερίφραστα ότι τα απορρίπτει, όπως ήταν η μέχρι σήμερα πολιτική του, επιλέγει άλλη προσέγγιση, ήτοι: Ενώ, από τη μια, θα δείχνει ότι συμβιβάζεται με τις παραμέτρους των Η.Ε. και επιθυμεί «συνέχιση του διαλόγου», από την άλλη, θα επιχειρεί μέσα από τις διαδικασίες των συνομιλιών τη σταδιακή ανατροπή της βάσης των διαπραγματεύσεων και εισαγωγή απαράδεκτων θέσεων στο Κυπριακό.
Αυτή τη στρατηγική φαίνεται να διαμορφώνει ο Έρογλου στο Κυπριακό, επιφυλάσσοντας έτσι δυσκολίες και σοβαρά εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη της πορείας των συνομιλιών. Ενόψει των δεδομένων αυτών, τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να συστρατευθούν στο κάλεσμα του προέδρου για ενότητα στην αντιμετώπιση των κινδύνων και να τον ενισχύσουν στο διαπραγματευτικό του έργο και όχι να εξαντλούν τις προσπάθειές τους ακόμη και σε άσκοπες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό.
22.04.2010
εξαιρετικό άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή